σουρδίζω

σουρδίζω
Ν
βλ. σουρντίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουρντίζω — και σουρδίζω Ν 1. (μτβ. και αμτβ.) βλέπω, διακρίνω («γέρασε και δεν σουρντίζει πια») 2. (αμτβ.) διαρκώ, συνεχίζομαι, παρατείνομαι («η βροχή σουρντίζει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”